περί-πτισμα , τό , die Hülse, bes. des Getreides, s. περίπισμα .
περι-πίσματα , τά , ausgepreßte Weintrauben und Oliven, Trester, Schol. Ar. Nub . 45 u. Equ . 803. Man sollte περιπιέσματα od. περιπτίσματα erwarten.
περι-πιέσματα , τά , s. περιπίσματα .