μονό-λιθος , aus einem Steine, ion. μουνόλιϑος, οἴκημα, στέγη , Her . 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp .
ἐθέλω und θέλω , wollen , wünschen, Luft haben, Neigung ... ... βασιλεῠσιν Il . 2, 247, wolle nicht streiten, streite nicht, wie noli; πάντ' ἐϑέλω δόμεναι 7, 364; ὅτι χρὴ πάσχειν ἐϑέλω ...
ἐπι-μαίνομαι , wonach rasen ... ... , darüber rasen, toben, δορυτίνακτος αἰϑὴρ ἐπιμαίνεται Aesch. Spt . 140; φονολιβεῖ τύχᾳ φρὴν ἐπιμαίνεται Ag . 1402; dagegen rasen, Θήβης Καπανεὺς ἐπεμήνατο ...