[2860] sublicēs, um, f. = sublicae, Brückenpfähle, Sall. hist. fr. 4, 74 (77). Vgl. Gloss. II, 190, 46 ›sublices, καταπηγες οἱ εν ποταμω τών γέφυραν ὑποβαστάζοντες‹.