... ; Hom . öfters: δακρυχέων Odyss . 2, 24, δακρυχέοντος Iliad . 1, ... ... Iliad . 24, 714, δακρυχέουσα Iliad . 6, 405, δακρυχεούσης Odyss . 19, ... ... ἐκ φρενός ; – Sp ., die auch δακρυχέειν u. δακρυχέεσκε bilden, Nonn.; vgl. ...
φρήν , ἡ , dor. φράν , gen . φρενός ... ... Aesch. Spt . 466; βαϑεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος 575; auch δακρυχέων ἐκ φρενός 902; ὡς πόλλ' ἀμαυρᾶς ἐκ φρενός μ' ἀναστένειν ...