ἐρυσ-άρματος , wagenziehend; dazu ... ... . ἐρυσάρματες ὠκέες ἵπποι Il . 16, 370 u. acc . ἐρυσάρματας 15, 364; Hes. sc . 369. Einen nomin . ἐρυσάρμας ...