δυς-πάλαιστος , schwer ... ... 681; τύχη, γῆρας , Eur. Alc . 892 Suppl . 1108; δύναμις Xen. Hell . 5, 2, 19.
ἀλεξι-φάρμακον , τό ... ... . ἔσται τοῖς ἀδικεῖν βουλομένοις Dem . 24, 85. – Adj ., δυνάμεις ἀλεξιφάρμακοι , als Gegenmittel dienend, Plut. Symp . 4, 1, 3. ...
εὐ-μετα-χείριστ ... ... ., wie Luc. salt . 35; – leicht zu überwältigen, zu bezwingen, δύναμις Thuc . 6, 85, eine Heeresmacht; vgl. Xen. Hell . 5 ...
προ-βληματ-ουργι ... ... ;ός , ή, όν , zum oder dem προβληματουργός gehörig; δύναμις , Plat. Polit . 280 d, die Kunst des Folgdn.