ἐλαιήεις , εσσα, εν , mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι ... ... 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn . 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg . 405, zw.