αὖρον , τό , aurum , Gold, Dosiad .
ἄπ-εφθος (eigtl. ἄφ-εφ ... ... Ath . III, 122 f; bes. χρυσός , reines, geläutertes Gold, aurum coctum, Her . 1, 50. 2, 44; Theogn . 586; ...
στεφανικός , zum Kranze gehörig, Sp .; τέλεσμα στεφανικόν , aurum coronarium, Suid .