τελεστικός , vollendend, vollbringend, Arist. physiogn . 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, σοφία , die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol . 12; καὶ μανεικὸς βίος , Plat. Phaedr . 248 d.
συν-τελεστικός , ... ... ; ὁ σ ., sc . χρόνος , das Perfectum, advb . συντελεστικῶς , im Perfect.; Gramm.; Sext. Empir. adv. phys . 2, ...
ἁγιστεία , ἡ , 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ ., ... ... d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι , von den Mysterien der Ceres (VLL. ἱεροτελεστία, λατρεῖαι ); Plut. Rom . 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ ...
ἐπι-τελής , ές , vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her . 3, 16, wie Thuc . 1, 141; Plut. ... ... , Hesych . – Aber ὄρνιϑες , Ant. Lib . 19, = ἐπιτελεστικός .
ἐπι-θετικός , ή, όν ... ... . polit . 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Ggstz des τελεστικός , id. Physiogn . 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – ...