πῑλίον , τό , wie πιλίδιον , dim . von πῖλος , = πίλεος , Pol . 35, 6, 4.
ἡπίολος , ὁ , eine Lichtmotte, ὁ περὶ τὸν λύχνον πετόμενος Arist. H. A . 8, 27, v. l . ἡπιόλης u. ἡπιλιότης .
ἐπ-ιλλίζω , mit dem Auge zuwinken ... ... μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν Ap. Rh . 4, 486; fut . ἐπιλλίξω 3, 791; – ὑπναλέοις ἐπιλλίζουσα ὄσσοις Nic. Th . 161, ...