κεράμεος , dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys . 219 e; Theophr . u. Sp .
ἀνδρόμεος , zum Menschen gehörig, Hom . κρέα , Menschenfleisch, Od . 9, 297. 347; ψωμοί 374; αἷμα , Menschenblut, 22, 19; χρώς Il . 20, 100; ὅμιλος . Männerschaar, 11, 538; κεφαλή Empedocl ...