ἌΛΓος , τό , der Schmerz, körperlich und geistig, Hom ... ... ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν , 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα ϑυμῷ , 13, 90 μάλα πολλὰ πάϑ' ἄλγεα ὃν ...
νοτίζω , benetzen, anfeuchten; Aesch. frg . 36; νοτισϑέντα ... ... ., feucht sein, Plut. plac. phil . 3, 5; u. mit νότος zusammenhangend, ϑέρος νοτίζον , Sommer mit feuchtem Südwinde, Arist. probl . ...
... , ins Schiff, Cycl . 19; Νότος ἐμπνεύσας ναύταις Mel . 7 (XII, 52). Dah. αὐλοῖς ... ... mit Liebe beseelen, Xen. Conv . 4, 15; vgl. ἐραστοῠ γεγονότος, τοῦτο δ' ἐμπνεῖσϑαι Λακεδαιμόνιοι καλοῦσιν Plut. Cleom . 3, s ...
ἀ-μαθής , ές , 1) zuerst ... ... . 204 a; dem γνωμονικός , Rep . V, 467 c; neben ἀνόητος , was allgemeiner den rohen, dummen bezeichnet, Tim. Locr . 104 e ...
ἀ-κάμας , αντος , unermüdlich, Hom . viermal, Iliad . 16, 176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι , 823 ... ... . 6, 40, ἵπποι Ol . 1, 87; Soph . Νότος Tr . 112.
φορτικός , 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, πλοῖον , ... ... nach Art des gemeinen, rohen Haufens, als eines wissenschaftlich Gebildeten über Etwas sprechen; ἀνόητος καὶ φορτικός Plut. Alc . 3 l.
ἰθᾱ-γενής , ές , p. ... ... entsprechend; γνήσιος ἐξ ἰϑαιγενέων πατέρων Alex. Aetol . 5, 2; – νότος, ζέφυρος , Arist. Meteorl . 2, 6, die gerade aus Süd, ...
παρά-φρων , ον , vom rechten Verstande ... ... ἔφυν καὶ γνώμας λειπομένα σοφᾶς , Soph. El . 464, Schol . ἀνόητος; Eur. Hipp . 232; ὅσα δι' ἡδονῆς αὖ μεϑύσκοντα παράφρονας ...