προ-πετάννῡμι u. προπεταννύω (s. πετάννυμι ), vorn od. davor ausbreiten, bes. zum Schutz; ὑμᾶς αὐτοὺς προπετάσαντες ἡμῶν , Xen. Cyr . 4, 2, 23.
προς-πέτομαι (s. πέτομαι) , hinzufliegen, zufliegen, plötzlich, unerwartet zukommen; τίς ἀχώ, τίς ... ... , wie Ath . IX, 395 a, wo v. l . ist προπετασϑείσης ἐκ τοῠ πελάγους περιστερᾶς .