σαρκίον , τό , wie σαρκίδιον , dim . von σάρξ , ein Stückchen Fleisch; Arist. H. A . 4, 2; Plut. Brut . 8; Diphil . bei Ath . IX, 370 e, vulg . σαρκίδια . ...
κνισσάριον , τό , dim . von κνίσσα , Schol. Il . 1, 66; Suid . erkl. τὸ μικρὸν λίπος .
γλωσσάριον , τό , dim . von γλῶσσα , Gal .
μελισσάριον , τό, = μελιττάριον , Sp .