στιβία , ἡ , poet. = στιβεία , Opp. Cyn . 1, 37. 451.
στιβιάω , reisen, Hesych.
ἀντί-βιος ( βία ), Gewalt gegen Gewalt setzend, entgegenkämpfend, Hom . ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσϑαι, καϑάπτεσϑαι, Il . 1, ... ... 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσϑαι Il . 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.