ἄνυμι , = ἀνύω, κοὐπω τὰν μεσάταν ὁδὸν ἄνυμες Theocr . 7, 10; pass ., ἤνυτο ἔργον , die Arbeit ward vollendet, Od . 5, 243; ἄνυτο χρόνος Theocr . 2, 92.