καλιά , ἡ , ion. καλιή (von κᾶλον mit veränderter Quantität des α , vgl. καλιός ), hölzerne Wohnung, Hütte, VLL.; Scheune, Hes. O . 299. 372; Ap. Rh . 1, 170 u. Schol . dazu ...
χαρίζομαι , fut . -ίσομαι ... ... Conv . 188 c ; τοῖς ἐρωμένοις Phaedr . 231 c ; Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα , dem Kallias zu Gefallen, Prot . 362; χαριεῖσϑον ἐμοὶ ...