ἄρουρα , ἡ (ἀρόω ), mehr poet ... ... οὓς μηκίστους ϑρέψε ζείδωρος ἄρουρα καὶ πολὺ καλλίστους μετὰ Ὠρίωνα , den Otos u. Ephialtes, Od . 11, 309. Uebertr., der Mutterschooß, Aesch. Spt . ...