πάθη , ἡ, = πάϑος , Leiden, Unfall, Unglück; μα-τρὸς βαρείᾳ σὺν πάϑᾳ , Pind. P . 3, 42; ὀξείαισι πάϑαις , P . 3, 97, öfter; μελέαν πάϑαν κλαῖον , Soph. Ant . ...
πταῖσμα , τό , Anstoß, Verstoß, Versehen, Theogn . 1226; Unfall, Niederlage, πρὸς τὸν Πέρσην , Her . 7, 149, μικρὸν πταῖσμα πάντα ἀνεχαίτισε , Dem . 2, 9, vgl. 11, 7, εἴ τι πταῖσμα συμβήσεται Ἀλεξάνδρῳ ...
συμ-φορά , ἡ , ion. συμφορή ... ... Ereigniß , Zufall, Eur. Ion 536; bes. im schlimmen Sinne, Unfall, Mißgeschick ; λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ , Pind. Ol . 7, ...
σύμ-πτωμα , τό , Zufall, bes. Unfall, Unglück; Thuc . γιγνόμενοι ἐν τῷ αὐτῷ ξυμπτώματι τῷ ἐν Θερμοπύλαις , 4, 36; Plat. Ax . 364 c; ἐπανορϑούμενοι τὸ ἀκούσιον σύμπτωμα , Dem . 56, ...
δυς-τύχημα , τό , Unglück, Unfall, gew. im plur.; Plat. Crat . 395 d; Lys . 13, 48; Arist. Nic. Eth . 1, 10, 3 u. a. Sp .
περί-πτωμα , τό , Unfall, Zufall, Plat. Prot . 345 b u. Sp .
πταισμάτιον , τό , dim . von πταῖσμα , kleiner Unfall (?).
πάθος , τό , das Leiden ; – a) körperlich, ... ... πάϑεα , Her . 5, 4; μετὰ τὸ τῆς ϑυγατρὸς πάϑος , der Unfall, Tod, 2, 133; übh. das, was Einem widerfährt, π άϑη ...
πταίω , πταίσω , perf. pass . ἔπταισμαι , – ... ... 215; u. in Prosa: Thuc . 4, 18 n. öfter; einen Unfall haben, in Unglück gerathen, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς , daß ...
πτῶμα , τό , der Fall, Sturz ; πτώμασιν αἱματίσαι ... ... Eur . oft, πτῶμα ϑανάσιμον El . 686, τὰ ϑεῶν πτώματα , Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur . 1228; u. in Prosa: ...
συν-τυχία , ἡ , ion. ... ... 215; Ar. Ran . 1004; ἀγαϑή , Av . 545; auch Unfall, καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη , Plat. Phaedr . 248 c; Thuc ...