χειμερινός , = χειμέριος , was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia . 112 b ; τὰ χειμερινά , die Winterzeit, Legg . III, 683 c ; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται ...
... frostig, kalt; ὥρη χειμερίη , die Winterzeit, Od . 5, 485; Hes. O . 496; ἦμαρ ... ... 526. 567; auch allein, χειμερίῃσιν , sc . ὥραις , zur Winterzeit, Nic. Al . 544; νύξ Pind. Ol . 6 ...