νεο-πρεπής , ές , sich für junge Leute schickend, jugendlich; μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ , Plat. Legg . X, 892 d; dem αὐστηρός entggstzt, Plut. Tib. ...