μενε-δήϊος , den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend, Il . 13, 228 u. sp. D ., wie Ap. Rh . 2, 114.
μενε-δάϊος , dor. = μενεδήϊος, ἵππος , Anyte 15 (VII, 208).
μενέ-μαχος , in der Schlacht aushaltend, sie bestehend, Appian. Hisp . 51.
μενε-κράτης , ὁ , nannte Dionys . die Säule, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ , Ath . III, 98 c.
μενε-χάρμης , ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il . 9, 529; Sp ., von einzelnen Helden.
μενέ-δουπος , den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀϑήνη , Orph. Arg . 539.
μενέ-χαρμος , im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il . 14, 376.
μενέ-κτυπος , = μενέδουπος , Hesych .
μενε-φύλοπις , = μενέμαχος , Paul. Sil . 49 (VI, 84).
μενε-πτόλεμος , den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης , Il . 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί , 2, 749; sp. D., ...
ΜΈΝω , fut . μενῶ , ep. μενέω , aor ... ... ; auch ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ τοῦτον εἰς δόμους μένειν , Ai . 80; μένε ἐπὶ στρωτοῦ λέχους , Eur. Or . 313; κατ' οἶκον , ...