μῡριάς , άδος, ἡ , unzählbare, große Menge; Aesch. Pers . 891; Eur. Rhes . 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων , Bacch . 744; μυριάδες ἀναρίϑμητοι , Plat. Legg . 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, ...
μῡρίος , sehr viel, unendlich viel , von sehr großer Zahl; ... ... χαλκός , N . 10, 45; ἀρεταῖς μυρίαις , 10, 3; μυρίας ἵππου βραβεύς , Aesch. Pers . 294; μυρίοις μόχϑοις διακναιόμενον , ...