χέζω , fut . χεσοῦμαι , Ar. Vesp . 941, ... ... (VII, 683); aor . ἔχεσα u. ἔχεσον , perf . κέχοδα , perf. pass . κεχεσμένος , Ar. Ach . 1133, – ...
ἐπι-χέζω (s. χέζω ), dazu, dabei, darauf kacken, ἐπιχεσεῖ πατούμενος Ar. Lys . 440; κἀπιχεσοῠνται Eccl . 640. Vgl. ἐπικεχόδως .