μέλισσα , ἡ , att. μέλιττα (μέλι , die Form μέλιτα , die man aus Empedocl . bei Ath . XII, 510 d anführt, ξανϑῶν δὲ σπονδὰς μελιτῶν , fällt weg, wenn man richtig μελίτων accentuirt), die ...
μελισσο-βότανον , τό , Bienenkraut, Melisse, Schol. Theocr . 4, 25, heißt auch μελισσόφυλλον , auch μελίταινα .