στρεβλός , gedreht, gekrümmt, gewunden, στρεβλὸν ὥςπερ κύτταρον , Ar ... ... Leon. Tar . 85 (VII, 440). – liebertr., listig, verschlagen, στρεβλὰ παλαίσματα , 377; στρεβλὰ κολαζόμενος , Maneth . 4, 198.