ἌΛλος , η, ο (entst. aus ἌΛΙΟΣ , alius), gen. fem . ἀλλάων Iliad . 18, 432 Od . 19, 326. 24, 418; – ein anderer, theils adj . mit einem subst . verb., ἄλλοι ἄνϑρωποι ...
ἐλελίζω , fut . ἐλελίξω , 11 (ἑλί ... ... wie ἀλαλάζω, τῷ Ἐνυαλίῳ Xen. An . 1, 8, 18, zum Enyalius; (ἀσπίς) ἐλέλιξεν ἐνόπλιον Callim. Del . ...