χρηματιστικός , zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσϑαι gehörig, geschickt, dah ... ... Conv . 173 c ; ἡ χρηματιστική , die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg . 477 e Euthyd . 307 a ; οἰωνός , ...
προς-εργάζομαι (s ... ... ὡς μηδὲν προςεργάσαιτο τοῖς δεδραμένοις , Eur. Herc. Fur . 1012; dazu erwerben od. gewinnen, Plut. Nic. et Crass . 4; – ἀγαϑά ...
προς-περι-βάλλω (s ... ... προςπεριβεβλημένοι , Critia . 112 b. – Med . an sich bringen, zu erwerben suchen, οὐχ οἷός ἐστιν, ἔχων ἃ κατέστραπται, μένειν ἐπὶ τούτων, ἀλλ' ...