σπείρᾱμα , τό , dor. u. att. = σπείρημα , Jac. A. P . 171; ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης Aesch. Ch . 248; S. Emp. adv. log ...
μεμοιρᾱμένως , nach dem Loose, nach dem Schicksale, Schol. Ap. Rh . 1, 973.
σπειράω , wickeln, winden , zusammendrehen; ἐσπειραμένον σχοινίον S. Emp. pyrrh . 1, 227, wie δράκοντας ἐσπειραμένους Luc. philops . 22; s. Lob. Phryn . 204. ...
ὠμο-δέψητος , roh gegerbt, Suid. v . Σεμίραμις .
παρα-σπειράω , daneben, dabei winden od. wickeln, u. med . sich dabei schlängeln, παρεσπειραμένον δράκοντα , Apolld . 3, 14, 6.
δι-ευ-τρεπίζω , wohl in Stand setzen; στρατείαν Suid. v . Σεμίραμις .
... οἶμαι δεῖν εἶναι , Plat. Gorg . 474 a; πολλῶν κακῶν πεπειραμένοι , Lys . 5, 3; Folgende; πειραϑῆναι τοῦ πράγματος , ... ... wie ὧν ἐπειράϑημεν Plat. Phaed . a. E.; ἁπάσης ὁδοῦ πεπειραμένος , Luc. Hermot . 46. – e) auch ...