αἰθαλόεις , εσσα, εν , 1) russig ( αἴϑαλος ), Il . 18, 23 κόνιν αἰϑαλόεσσαν = 25 μέλαινα τέφρη , s. Aristonic. Scholl .; vgl. Od . 24, 316; μέγαρον Od . 22, 239, vgl. Il ...
ὀρεινός , bergig, gebirgig; χώρη , Her . 1, 110 ... ... 96. – Bei Arist. H. A . 8, 3 heißt eine Art αἰγιϑαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν .