δικαιόω , fut . δικαιώσομαι Thuc . 3, 40, ... ... Thuc . 3, 40; Plut. Ages . 23; – δικαιοῠσϑαι , iusta pati , Ggstz ἀδικεῖσϑαι Arist. Eth. Nic . 5, 9.