πολυ-τροφία , ἡ , Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία , w. m. s.
πολύ-στροβος , poet. πολύστροιβος , viel umgewirbelt, Nic. Alex . 6 Ther . 310, Schol . erkl. πολυτάραχος .
πολυ-τάραχος , viel Lärm oder Unruhe verursachend, unruhig, bei Schol. Nic . Erkl. von πολύστροβος .
πολυ-στροφάς , ἡ , bes. poet. fem . zu πολύστροφος , Nonn. D . 6, 147.