ἄ-παστος , 1) nicht gegessen habend, nüchtern, Il . 19, 346; ἐδητύος ἄπαστος Od . 6, 250; ἄσιτος ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od . 4, 788; h. Cer . 200. ...
ἀγρευτήρ , ῆρος, ὁ , der Fänger, Jäger, Callim. Dian . 218; ἰχϑύος Theocr . 21, 6; auch adj ., ἄνδρες Opp. C . 1, 35; κύνες 3, 456; ἀγρευτῆρι λίνῳ Man . 5, ...
σω-φρονιστύς , ... ... , ion. statt σωφρόνισις , Plat. Legg . XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα , um zu witzigen und zu bessern.
κόρος , ὁ (κορέννυμ ... ... satt geweint hatte, Eur. Alc . 183, vgl. Phoen . 1379; βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος Philox . bei Ath . IV, 147 e; κόρον ...
πίτυς , ἡ , die Fichte , Föhre, lat. pinus ... ... mit doppelten Nadeln, wie pinus silvestris, montana u. rubra . Sprichwörtlich πίτυος δίκην ἐκτρίβεσϑαι , wie eine Fichte, d. i. mit Stumpf u. Stiel ...
ἀλεγεινός , ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγ ... ... . 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνϑα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad . lg, ...
... Aesch. Ag . 87 τίνος ἀγγελίας πειϑοῖ περίπεμπτα ϑυοςκινεῖς , Opfer in Bewegung setzen, opfern, mit der v. l . ϑυοσκεῖς , was Hesych . ἱεροῖς παρέχεσϑαι erkl.; Lob. zu Phryn. p. 523 vermuthet ϑυοςκοέεις , vielleicht richtig.