ὑπο-ποίητος , angemaßt, angenommen od. erheuchelt, Sp .
προς-ποιητός od. προςποίητος , angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Ggstz γνήσιος , Plat. Lys . 222 a; οὐ προςποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν , Theaet . 1744; Dem . u. Sp ., wie ...
ἐπί-τηκτος , darauf geschmolzen, angelöthet, ... ... ; κύλιξ Alexis bei Ath . XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα χρόνος Mel . ...