εἰρηναῖος , friedlich , ruhig; καί σφι ταῠτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her . 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι , lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινϑίων Thuc . 1, 29 ...
εἰρηνικός , den Frieden betreffend, friedlich ; λόγος εἰρηνικώτατος Isocr . 5, 3; Ggstz πολεμικός 2, 24; ἐπιστῆμαι Xen. Oec . 1, 17; ὄρχησις Plat. Legg . VII, 814 e. – Adv ., ἔχειν πρός ...
φιλ-ήσυχος , Ruhe liebend, ruhig, friedlich, Suid ., auch adv .