προς-μάσσω , zusammenkneten, daran drücken, fügen, kleben, τινί τι , übh. eng verbinden, u. pass . daran haften, πλευραῖσι προςμαχϑὲν ἀμφίβληστρον , Soph. Trach . 1042; Ar. Equ . 812 komisch τὸν Πειραιᾶ ...
ὑπο-πλάσσω (s. πλάσσω ), darunter kleben (?).
περι-πλάσσω , att. -ττω , herum, darüber kleben, anthun; περίπλασον αὐτοῖς ἔξωϑεν ἑνὸς εἰκόνα , Plat. Rep . IX, 588 d; περιπεπλασμέναι ψιμυϑίοις , geschminkt, Eubul . bei Ath . XIII ...
προς-κολλάω , daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προςκεκολλημένην , Plat. Phaed . 82 c, vgl. Legg . V, 728 b; übertr., daran ...