[446] ΒΛΆΒομαι, praes. βλάβεται, = βλάπτεται, Il. 19, 82. 166 Od. 13, 34; Anacr. 31, 26; act. Qu. Sm. τίη νύ σοι ἔβλαβεν ἦτορ 5, 509.