[20] ΛΆΧος, τό, Loos, Schicksal; ῥηϊδίως φέρειν ἀμφοτέρων τὸ λάχος Theogn. 592; μόριμον λάχος πιμπλάντων χεροῖν Aesch. Ch. 356, vgl. Eum. 5 (ἐν τρίτῳ λάχει, sonst immer nur im nom. u. accus.). 310, γιγνομέναισι λάχη τάδ' ἐφ' ἁμὶν ἐκράνϑη 347; vgl. noch Soph. Ant. 1288, wo es conj. für λέχος ist; der durch das Loos bestimmte Antheil, ἔστι σοὶ μὲν τῶν λάχος Pind. N. 10, 85, ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου Ol. 7, 58; τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα Aesch. Eum. 378; auch in Prosa, παρεῖχε δὲ ἡ ϑεὸς τοῖς σκηνῶσιν τῶν ϑυομένων λάχος Xen. An. 5, 3, 9; Sp., wie Alciphr. 3, 29; – νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται, der Theil, Mosch. 2, 2; Ap. Rh. 3, 1340.