[17] άγνεία, ἡ, 1) Reinheit, Soph. λόγων O. R. 864; τῶν ϑεῶν Antiph. 2 α 10 β 11; ἱερῶν Plat. Legg. X, 909 d u. sonst; XI, 917 b mit καϑαρότης vrbdn; Keuschheit, Plut. Num. 10 u. Sp. – 2) Reinigungen, Sühnungen, im plur. Phocyl. 215; ψυχῆς mit σώματος καϑαρμοί vrbdn u. αἱ ὑπὸ τῶν νόμων προςτεταγμέναι ἁγ. Isocr. 11, 21; Plut. de Superst. 12; ἁγνείας μέρος ἀποχὴ ἰχϑύων Symp. 8, 8, 3.