[395] αύστηρότης, ητος, ἡ, die Säure, das Herbe, οἴνου Xen. An. 5, 4, 29; Ggstz γλυκύτης Plat. Theaet. 178 c; mürrisches, finsteres Wesen, γήρως Legg. II, 666 b; Sp.