αἰγανέα

[49] αἰγανέα, , (Ableitung unsicher), Wurfspieß, Hom. fünfmal, δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες Iliad. 2, 774 Od. 4, 626. 17, 168, von Kampfspielen; Iliad. 16, 589 ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέτυκται, ἥν ῥά τ' ἀνὴρ ἀφέῃ πειρώμενος ἢ ἐν ἀέϑλῳ ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ; Od. 9, 156 αὐτίκα καμπύλα τόξα καὶ αἰγανέας δολιχαύλους εἱλόμεϑ' ἐκ νηῶν, zur Ziegenjagd. – Sp. D., wie Paul. Sil. 47 (VI, 57).

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 49.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: