[50] αἰγλήεις, εσσα, εν, glänzend, Hom. dreimal, ἀπ' αἰ. γλήεντος Ὀλύμπου Iliad. 1, 532. 13, 243 Od. 20, 103; – Pind. αἰγλᾶντα κόσμον P. 2, 10, κῶας αἰγλᾶεν 4, 231; Eos Qu. Sm. 1, 826.