[52] αἰζηός, der jugendliche, rüstige Mann, Hes. O. 441 τεσσαρακονταετὴς αἰζηός (vgl. ζάω, ζέω); Hom. oft, zweimal als adject. u. mitten im Verse, Iliad. 16, 716 ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε, Ἀσίῳ, ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος, 23. 432 δίσκου, ὅν τ' αἰζηὸς ἀφῆκεν ἀνὴρ πειρώμενος ἥβης, sonst immer als subst. u. Versende, κύνες μετεκίαϑον ἠδ' αἰζηοί Iliad. 18, 581, ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν 5, 92, δικαζομένων αἰζηῶν Od. 12, 440, δαϊκταμένων αἰζ. Il. 21, 146. 301, ἀρηιϑόων αἰζ. Il. 8, 298. 15, 315. 20, 167, διοτρεφέων αἰζ. Il. 2, 660. 4, 280, ϑαλερῶν αἰζ. Il. 14, 4. 10, 259, κύνες ϑαλεροί τ' αἰζηοί Il. 3, 26. 11, 414, κύνας ϑαλερούς τ' αἰζηούς Li. 17, 282, πολέας ὀλέσαντ' αἰζηούς Il. 15, 66; – Hes. Ih. 863 κασσίτερος ὡς τέχνῃ, ὑπ' αἰζηῶν ὑπό τ' εὐτρήτου χοάνοιο ϑαλφϑείς; – Apoll. Rh. 4, 268 προτερηγενέων αἰζηῶν.