[57] αἰνίζομαι, = αἰνέω, loben, Hom. zweimal, περὶ (ἔξοχα) δή σε βροτῶν αἰνίζομ' ἁπάντων Iliad. 13, 374 Od. 8, 487; – activ. αἰνίζω Pall. 83 (XI, 341).