[59] αἰ-πόλος (für αἰγο-πόλος, anders Plat. Cratyl. 408 c), ὁ, Ziegenhirt, Hom. nur αἰπόλοι ἄνδρες Il. 2, 474, αἰπόλος ἀνήρ 4, 275, Μελάνϑιος (-ον) αἰπόλος (-ον) αἰγῶν Od. 17, 247. 369. 20, 173. 21, 175. 265. 22, 135. 142. 161. 182; ποιμὴν αἰπ. Cratin. (11, 182); sp. D., wie Theocr. 1, 1.