[56] αἱματο-σταγής, ές, bluttriefend, Trag., Aesch. νεκροί Spt. 818; φόνος Ag. 1282; ἔϑνος Eum. 343; σώματα Eur. Suppl. 835; Ar. Ran. 472 Ἀχερόντιος σκόπελος.