[55] αἴλινος, ὁ (αἶ Λίνος, eigtl. ein Klagegesang auf Linus, vgl. Λίνος), das Klagelied, Soph. αἴλινον ἥσει Ai. 616; αἴλινον εἰπέ Ag. 120. 137. 154; Eur. αἴλινον ἰαχεῖ Herc. Fur. 348. Dann adj., jammernd, kläglich, κακά Hel. 171; αἴλινον ἀρχὰν ϑανάτου βάρβαροι λέγουσι Or. 1392; αὐδή Paul. S. 4 (V, 248); γράμμα Diod. 7 (VI, 348); adv., αἴλινα στοναχεῖτε Mosch. 3, 1; κινύρεται Callim. Ap. 20.