[58] αἴξ, αἰγός, ἡ, 1) die Ziege (ἀίσσω, die Springerin), ὁ αἴξ Ziegenbock, Hom. oft, z. B. αἰγῶν τελείων Il. 1, 66, πίονος αἰγός 9, 207, αἰγὸς ἐυτρεφέος μεγάλοιο Od. 14, 530, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 106, μηκάδες αἶγες Il. 11, 383, αἶγες ἄγριαι Od. 9, 118, ἄγριον αἶγα Il. 3, 24, αἶγας ἀγροτέρας Od. 1 7, 295, ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Il. 4, 105, ἰονϑάδος ἀγρίου αἰγός Od. 14, 50, αἶγας ὀρεσκῴους Od. 9. 155, dat. plur. αἴγεσιν Il. 10, 486; dat. sing. αἰγί u. nom. αἴξ bei Hom. nicht; – Aristot. H. A. 8, 28. – 2) ein Wasservogel, Arist. H. A. 8, 3. – 3) hohe Fluth, τὰ μεγάλα κύματα, nach Artemid. 2, 12, auch Suid., ἐν τῇ συνηϑείᾳ. Vgl. ἄϊκες ἀνέμων (ἀΐσσω). Andrang der Stürme, Ap. Rh. 4, 820 [– – ñ]. – 4) eine feurige Lufterscheinung, Arist. meteor. 1, 4;. – οὐρανία, Zenob. 1, 26 aus Cratin.; vgl. Antiphan. Ath. IX, 402 e.