[391] αὐαλέος, α, ον, trocken, dürr, χρὼς ὑπὸ καύματος, sonnverbrannt, Hes. O. 588; κόμη Antiphil. 37 (VII, 141); vgl. Theocr. 14, 4; στόμα Call. Cer. 6; ὄμματα, schlaflose, Agath. 19 (V, 280).