[393] αὐλητικός, das Flötenspiel betreffend, νόμοι Plat. de leg. 318 b; πράγματα Apol. 27 b; ἡ αὐλητική, sc. τέχνη, die Flötenbläserkunft, Gorg. 501 e; αὐλ. δάκτυλοις Plat. com. Poll. 4, 56. – Adv., αὐλητικῶς καρκινοῦν τοὺς δακτύλους Antiphan. Ath. XV, 667 b.